μετεντίθημι

μετεντίθημι
μετεντίθημι (Α)
(το μέσ.) μετεντίθεμαι
1. (γενικά) τοποθετώ ή θέτω σε άλλο τόπο
2. (ειδ. για πλοία) φορτώνω το φορτίο σε άλλο πλοίο, μεταφορτώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἐν-τίθημι «θέτω, τοποθετώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετενέθεσθε — μετεντίθημι put into another place aor ind mid 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”